- ἐρράγην
- я лопнул
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἐρράγην — ἀράσσω smite aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀράσσω smite aor ind pass 1st sg ῥάσσω strike aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥάσσω strike aor ind pass 1st sg ῥήγνυμι break asunder aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥήγνυμι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
раз — I I – приставка; рас – перед глухими согласными. Цслав. форма вместо исконнорусск. роз , рос . См. роз . II II, род. п. а, сюда же образ, укр., блр. раз, сербохорв. ра̑з лопатка для отмеривания зерна , отвал плуга , словен. rа̑z гребок для… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] … Dictionary of Greek
αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
αρραγής — ές (AM ἀρραγής [ οῡς], ές) 1. ο ακλόνητος, ο σταθερός 2. ο πολύ στερεός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ρωγμές 2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρραγής < ερράγην, β παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι] … Dictionary of Greek
ημιρραγής — ές (Α ἡμιρραγής, ές) εν μέρει ραγισμένος, μισοσπασμένος, μισοραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρραγής < θ. ραγ (πρβλ. ερράγην, αόρ. τού ρ. ρήγνυμαι), πρβλ. αιμο ρραγής, α ρραγής] … Dictionary of Greek
ηπατορραγία — η αιμορραγία τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhagia < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + rrhagia (πρβλ. ρραγία < θ. ραγ τού ερράγην τού ρήγνυμι)] … Dictionary of Greek
θηλορραγία — η ιατρ. η αιμορραγία τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ρραγία (< ρραγής < ερράγην, αορ. β τού ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία, γαστρο ρραγία] … Dictionary of Greek
λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… … Dictionary of Greek
πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek